
Γυρνά στα χέρια της φωτιές
κι ύστερα σβήνει
σε δυο ποτάμια από ατέρμονες βροχές
Κρατά τα όνειρα του κόσμου
κι όλο βήχει
σαν να ξερνάει όσες μάτωσαν πληγές
Περνά η Άνοιξη, η Σιωπή
και είναι ερωτευμένη
μοιάζει οι καημοί να αλαργεύουν με ευχές
Ύστερα καίγεται ξανά
και διαφεντεύει
όλο τον κόσμο από ανήλιαγες στοές
Τη λένε κόρη και ο όχλος
τη ζηλεύει
δεν τη χαλάνε οι φωτιές κι οι αστραπές
Θέλει να μοιάσει με τον ήλιο
αλλοπαρμένη
πόσα αγόρια την ποθήσαν.. πόσες ψυχές...
Δόικος Δ. Cop. 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου