Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Νυχτερινός Περίπατος

Για τον Γ.Σ.

Λίγο πριν έρθει το δείλι,
βιαστικά
θα γίνεσαι παιδί.
Για να μη σ' εύρει μόνο
και ανήμπορο
το σκοτάδι,
ή για να το καταλάβεις
κάπως αργά,
σαν να μην είσαι ακόμη έτοιμος
ν' αντέξεις τέτοιο φόρτο.

Μην ξεχνάς, αύριο
με το χάραμα
έχεις να ξαναγεννηθείς.
Κι ως το καταμεσήμερο
να ζήσεις τη ζωή.
Με αυθόρμητα χαμόγελα,
επίμονα κοιτάγματα,
αγκαλιές,
ποιηματάκια
που κάποτε σ΄άρεσαν
και έγιναν τώρα προσευχές,
παιχνίδια
στο σχολικό προαύλιο
που 'γίναν ρητωρείες,
και μια φλύαρη ανυπομονησία
ακόμη κι εσύ
για το τι θα γίνει μετά.
Τί θα μείνει μετά.

Αύριο έχεις να ξαναγεννηθείς,
να 'ρθείς
γυμνός ξανά,
χωρίς αιδώ και αντιρρήσεις,
χωρίς υποσχέσεις και υπάρχοντα
ή άλλα αγαθά.
Έτοιμος σαν από πάντα,
για καινούρια όνειρα,
για βήματα γοργά,
για να βρείς
κάτι που έχασες,
κάτι που ξέχασες,
κάτι που λαχταράς.
Έτοιμος για έναν ακόμη
νυχτερινό μοναχικό περίπατο,
και ας μην ξέρεις που θα βγάλει
κι αυτή τη φορά.

Μα όταν σιγοκλαίς,
όταν απλώνεται
στους δρόμους η νύχτα,
θα σαι περήφανος
και κάποτε,
τα σοκάκια που γυρνάς
θα 'ναι γνωστά.
Και τότε θα ξέρεις.
Αλλά μην το πείς πουθενά,
δεν θα χρειάζεται.
Θα 'ρθουν οι φίλοι,
με μάτια υγρά
βήματα δειλά
και μάλλον θα 'ναι
όπως και τότε
πάλι αργά.


Υ.Γ.
Μεσ' σε χαλάσματα θα κρύβω την οδύνη μου,
να μην τη βρει το αρχαίο φως των αστεριών.
Δε θα ζηλέψω τη στοργή ούτε τη γκρίνια σου,
μόνο θέλω να 'ρθείς και να μου πεις ξανά ότι ζώ.




Δόικος Δ. Cop.2014

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

No. 21

Όπως είπαν κάποιοι παλιοί η ζωή είναι ένα αεράκι που κυλά σιγανά και βουβά,
απ τα δέκα γίνεσαι 20 ξαφνικά, και μετα τριάντα και πενήντα,
και φεύγουν τα χρόνια όλο πιο βαριά όλο πιο ίδια και πιο μόνα,
όπως φεύγουν οι νότες στη πέμπτη σονάτα του Μπετόβεν για βιολί και πιάνο.
Οι μαθηματικοί λέν' πως η ζωή μοιάζει με ένα ευθύγραμμο τμήμα,
γεννάται απο ένα σημείο και καταλήγει σε ένα άλλο.
Όμως, μόνο αυτό δεν είναι.
Πάνω σ' αυτή την ευθεία καρφιτσώνονται μεγάλες, λαμπερές τελείες,
όπου σταματάει ο χρόνος,
ακόμα και αν  φαίνεται να μήν σταμάτσε ποτέ
ή να μήν υπήρξε καν ο χρόνος και η φθορά του.
Φεύγουν τα σύννεφα και μένει γαλανός και λέυτερος ο ουρανός,
τα νερά γίνονται χρυσαφιά,
τα σπαρτά ανταριάζονται και ολάνθιστα κεντάνε χρώματα στη γη,
κι εσύ βρίσκεσαι παντού ή πουθενά.
Βρίσκεσαι σ' ένα ανοιχτό δωμάτιο, εσύ κ η γύμνια σου
με όλες τις ατέλειες και τα μπαλώματα σου.
Σάν όλος ο κόσμος να μαζεύεται σ' ένα κουτί,
που το κρατάς σφιχτά
το πετάς ψηλά και αυτό γυρνάει πάλι σε σένα.
Όλοι οι άνθρωποι αρχίζουν να μοιάζουν ανθρώποι
και γίνονται ένας, ξυπόλιτος,
κι αυτός στέκει μπροστά σου.
Κι αναρωτιέσαι αν αυτός είσαι εσύ,
κι αν είναι άλλος τελικά, πόσο σου μοιάζει.
Αλαζονικά, αυτό το λές προσωπική στιγμή.
Στέκεστε στον ίδιο χώρο μαζί,
και οι δύο σαστισμένοι,
μοιράζεστε ένα αιώνιο και άμεμπτο βλέμμα
και στέλνετε ένα φιλί σας ψηλά στον ουρανό.
Ξαφνικά το σύμπαν έρχεται στα μέτρα σου,
ο θάνατος μοιάζει ασήμαντος,
ενώ απ το ανοιχτό παράθυρο ακούγεται μουσική



Δόικος Δ. Cop.2011

Πολύφημος και Γαλάτεια (Διασκευή μύθου: Ι. Ν. Κυριαζής)


Κανένα δε γεννήθηκε πιο σιχαμένο τέρας.
Όπου βρισκόταν, έκλεινε τη μύτη του ο Αγέρας.
Βρόμικος κι απολίτιστος, μ' ένα απαίσιο μάτι,
θεόρατος-δε φτιάχτηκε γι' αυτόν ποτέ κρεβάτι.
Τον έλεγαν Πολύφημο, απ' το γένος των Κυκλώπων-
κάποτε θα τον τύφλωνε ο άριστος των ανθρώπων…
Μια μπόχα ανέδιδε η σπηλιά η σκοτεινή που ζούσε -
όπως τα ζώα του, εκεί κι αυτός αποπατούσε.
Κι αν το νησί του ολόγυρα μια θάλασσα το βρέχει,
τη λίγδα του να ξεπλυθεί ποτέ σ' αυτήν δεν τρέχει.
Ζώα ν' αρμέγει συνεχώς, το γάλα τους να πήζει:
αυτό μονάχα ήθελε- μα ο έρωτας ανθίζει
και στις πιο άγονες ψυχές, σ' αγρίους κι ανοήτους
πετάει ανθάκια μέσα τους-μοσχοβολά η ζωή τους.
Έτσι και του Πολύφημου-πρόσεξε, μη γελάσεις!-
του έλαχε να ερωτευτεί νεράιδα της θαλάσσης.
Άρμα οδηγούσε στο νερό κι είχε δελφίνια γι' άτια-
στις ράχες τους τα μάτια της καθρέφτιζε η Γαλάτεια!
Το πρόσωπό της σκίαζε μαντήλι από πορφύρα,
τα τσίνορά της μούσκευε ιριδισμών πλημμύρα.
Διάφανο πέπλο φόραγε και φέγγιζε το δέρμα
ολόλευκο στα στήθια της και στων μηρών το τέρμα.
Και όπως του χιτώνα της έπαιρνε ο αέρας
ως τη στεριά την άκρη του, χαστούκιζε το τέρας.
Είκοσι μάτια ήθελε να 'χει, να μη χορταίνει
να βλέπει την πεντάμορφη πώς απ' το κύμα βγαίνει…
Στα δάση άνθη έκοβε συχνά η νύμφη μόνη,
μ' αυτά, για ύπνο ευωδιαστό, την κλίνη της να στρώνει.
Μια μέρα την ξαδέρφη της τη Θόωσα ρωτάει
του αγρού λουλούδια σπάνια για να 'βρει, πού να πάει.
«Ο γιος μου ο Πολύφημος»,της λέει εκείνη «ξέρει
πούθε φυτρώνουνε αυτά στης Σικελίας τα μέρη.»
Έτσι μιαν άνοιξη έλαχε οι δυο να γνωριστούνε.
Πάνω στα άνθη που 'βλεπαν, μαζί να κυλιστούνε
πόσο ήθελε ο Κύκλωπας…-μα μόνο να τα κόψει
μπορεί…Και από πίσω τους κρύβει την άθλια του όψη!
Με μια αγκαλιά πολύχρωμη, για να τον 'φχαριστήσει
δε δίστασε στο μάγουλο η ωραία να τον φιλήσει.
Κι ήταν φιλί ευωδιαστό, περιβολιού αέρας,
η πρώτη-πρώτη αναπνοή μιας μυρωδάτης μέρας…
Τα χείλη της του έφεραν ρίγος κι ανατριχίλα,
με χίλια μύρα του 'διωξαν μακριά την προβατίλα.
Το μάγουλο τριαντάφυλλο πώς θα 'θελε να έχει,
με τη δροσιά του- στο φιλί τα χείλη της να βρέχει…
Από εκείνη τη στιγμή τις ώρες του περνούσε
δίπλα στο κύμα-τον αυλό παίζοντας τραγουδούσε:
«Γλυκιά Γαλάτεια ,άφησε τη θάλασσα λιγάκι
μη θέλεις να μαραίνομαι κι εγώ σα λουλουδάκι…»
Μα ήταν το τραγούδι του κοινότοπο και φάλτσο
και ποντικάκια γύρω του χορεύαν ένα μάτσο…
Ώρες πολλές στη θάλασσα σκυφτός καθρεφτιζόταν
με μιαν αρπάγη ολημερίς άγαρμπα χτενιζόταν…
Τα γένια του που 'ταν σκληρά, δασιά όπως οι θάμνοι,
τα έκοβε ο δύσμοιρος κοντά, μ' ένα…δρεπάνι.
Την κοπριά απ' τη σπηλιά όλη την καθαρίζει,
με άνθη γεμάτη τώρα πια, παράδεισο θυμίζει…
Μέχρι και μπάνιο βάλθηκε-αλλά… ματαίως -να μάθει,
να φτάσει στη Γαλάτεια του, στου πέλαου τα βάθη.
(Και ήτανε το θέαμα τούτο εδώ γελοίο,
έτσι όπως πλατσούριζε στ' άβαθα ένα θηρίο!…)
Στη θάλασσα το μάτι του για χρόνια είχε καρφώσει-
ώσπου ο Οδυσσέας θα 'ρχονταν, σωτήρια να τυφλώσει…
«Γιατί, νεράιδα μου καλή, δεν έρχεσαι να μείνεις
μεσ' στη σπηλιά, για πάντοτε γυναίκα μου να γίνεις;…
Γαλάτεια, γάλα και τυρί ποτέ δε θα σου λείψουν,
εσένα όλα τα ζώα μου γι' αυτό θα ανταμείψουν.
Μήπως που 'μαι μονόφθαλμος όλα σου τα χαλάει;
Μ' ένα οφθαλμό, ματάκια μου, κι ο ήλιος μας κοιτάει….»
Έτσι, γυρνώντας στο γιαλό τις μέρες και τα βράδια
φώναζε, μα του απάνταγε βέλασμα απ' τα κοπάδια…
Γιατί ούτε να το σκεφτεί, στον κόπο αυτή δεν μπαίνει,
ν' αφήσει ξάφνου το νερό, σε μια σπηλιά να μένει…
Πώς να ξαπλώσει δίπλα του, κοντά του ν' αγρυπνάει
όχι απ' την αγάπη της, αλλά που θα βρομάει!
Και πώς το κεφαλάκι της στο στήθος του να χώσει,
όχι από αγάπη, αλλ' απ' αυτόν το βλέμμα της να σώσει!
Τι κι αν μια τρυφερή καρδιά στο άθλιο κορμί κρυβόταν;
Το δέρμα της στα χάδια του ποτέ δε θα δινόταν.
Γιατί από τότε ως σήμερα- πόσους αιώνες, μέτρα!-
κάτω από σάρκα απαλή, θα βρεις καρδιά από πέτρα.


I. Ν. Κυριαζής

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Corsica




Δίχως αυτήν είσαι λειψός
την Νήσον τούτη, λέγω
Εκεί, σ εκείνην την γωνιά του κόσμου
απώλεσα το νού μου και μισεύγω

Εις το κενόν εχάθηκα, κι ακόμα
εδώ θα βρίσκομαι όπου και αν πατώ
καθώς ηγάπησα την αιώνια μορφή σου
πλάι σε τούτα τα νερά που νοσταλγώ

Ήσαν μια πλάνη άραγες ή ήσαν πάθος;
όπου κι αν πάω μόνον ετούτο θα ρωτώ
Ώς Κουρσάρος εις τα αεικίνητα κύμματα
θα αναμένω αιωνίως μήπως σε ειδώ


ΔόικοςΔ.Cop.2009

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Βγήκε Ο Καλός Με Την Καλή (στα μαγιάτικα φεγγάρια που έπονται)





Βγῆκε ὁ καλός με τὴν καλή,
μὲ χάι καὶ χὼ καὶ χάι καὶ τριαλαρό,
στὴν καταπράσινη ἐξοχή,
τὸν Μάη τὸν πιὸ ὄμορφο καιρὸ γιὰ δυό,
ποὺ ὅλο τὸ λέν᾿, μάνα μ᾿, τὸ λέν᾿, τὸ λένε τὰ πουλιά,
τοὺς νιοὺς τρελαίνει ἡ Ἄνοιξη ἡ γλυκειά.

Μὲς στὰ γρασίδια τὰ πυκνά,
μὲ χάι καὶ χὼ καὶ χάι καὶ τριαλαρό,
ξάπλωσε ὁ νιὸς κι ἡ κοπελιά,
τὸν Μάη τὸν πιὸ ὄμορφο καιρὸ γιὰ δυό,
ποὺ ὅλο τὸ λέν᾿, μάνα μ᾿, τὸ λέν᾿, τὸ λένε τὰ πουλιά,
τοὺς νιοὺς τρελαίνει ἡ Ἄνοιξη ἡ γλυκειά.

Πιάσαν εὐθὺς σκοπὸ γλυκύ,
μὲ χάι καὶ χὼ καὶ χάι καὶ τριαλαρό,
πὼς εἶν᾿ ἕν᾿ ἄνθος ἡ ζωή,
τὸν Μάη τὸν πιὸ ὄμορφο καιρὸ γιὰ δυό,
ποὺ ὅλο τὸ λέν᾿, μάνα μ᾿, τὸ λέν᾿, τὸ λένε τὰ πουλιά,
τοὺς νιοὺς τρελαίνει ἡ Ἄνοιξη ἡ γλυκειά.

Γι᾿ αὐτὸ μὴ χάνετε καιρό,
μὲ χάι καὶ χὼ καὶ χάι καὶ τριαλαρό,
ἡ ἀγάπη ἀξίζει στὸν ἀνθό,
τὸν Μάη τὸν πιὸ ὄμορφο καιρὸ γιὰ δυό,
ποὺ ὅλο τὸ λέν᾿, μάνα μ᾿, τὸ λέν᾿, τὸ λένε τὰ πουλιά,
τοὺς νιοὺς τρελαίνει ἡ Ἄνοιξη ἡ γλυκειά.

Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ, (Ὅπως ἀγαπᾶτε,
πρ. Ε´, Σκ. 3, Ξένα Λυρικά, μτφ. Βασίλης Ρώτας,
ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1955, σελ. 25)
Μουσική: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Άγιος ο Έρωτας



Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Στίχοι: Διονύσης Καρατζάς


Ξεροί καημοί και νερό θαλασσινό
το σώμα σου κόλλησε στο σώμα μου
με τον πανσέληνο πόνο του χειμώνα.
Ακούς νερά που χύνονται στα μέσα των ποδιών σου;

Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας,
ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας.

Άγιος ο Έρωτας, άγιος καημός
δικός μου και ο Αύγουστος
με τις μεγάλες μνήμες.
λέω μάτια μου κι αστράφτει κεραυνός
θέλω θάλασσα κι ανοίγει ουρανός.

Πάνω από την θάλασσα, στη μεριά του ανέμου
στα μαύρα ντύνεσαι κι ανοίγεις το σκοτάδι
σηκώνεις τα άστρα σε χορό
και το κορμί μου σ' άγριο ποτάμι.

Άγιος ο Έρωτας, άγιος καημός
δικός μου και ο Αύγουστος
με τις μεγάλες μνήμες.
λέω μάτια μου κι αστράφτει κεραυνός
θέλω θάλασσα κι ανοίγει ουρανός.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Αυτόχειρας



Μούσες ήρθαν και μου 'πανε, πως σ' είδαν
γερασμένο
κάθε σου βήμα, λέν, ως ο Ζήνων, πρώτο για σε
και αλλαγμένο

Θα ναι της μοίρας άγραφος κανόνας
σιχαμένος
σε κάθε χρόνο που περνά να είσαι
σκοτωμένος

Ποιός να τον είδε τον φονιά τον
απανθρωπισμένο
που σήκωσε το χέρι του με μάχαιρα
οπλισμένο

Ίσως τον ξέρεις, σκέφτομαι, ίσως ήταν
βαλμένος
κι ίσως και τον επόμενο χρόνο να ξαναρθεί
σαν ξένος

Η μνημοσύνη μάγισσα μάνα ψυχών
και ζώντων
σε κάθε αυγή τον σκιάζεται και σε στιγμές
ερώτων

Δέν είναι αυτή που γέννησε τον κόσμο
τον ωραίον;
Δέν είναι αυτή η μάνα μας, το βιός μας
το μοιραίον;

Ψάξε και βρές τον το φωνιά, είναι κοντά
κρυμένος
κι ας μήν τον θωρούν τα μάτια σου, όπως πια είσαι
τυφλωμένος

Γίνε της γής ο βασιλιάς, κλέους τέκνο,
ανεστημένος
φονιάς δεν άκουσε φωνια να στεκει
σκοτωμενος


Δόικος Δ. Cop.2009

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Ηδονή




Χαρά και μύρο
της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτησα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

Κ.Π.Καβάφης

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Αίνιγμα




Γυρνά στα χέρια της φωτιές
κι ύστερα σβήνει
σε δυο ποτάμια από ατέρμονες βροχές

Κρατά τα όνειρα του κόσμου
κι όλο βήχει
σαν να ξερνάει όσες μάτωσαν πληγές

Περνά η Άνοιξη, η Σιωπή
και είναι ερωτευμένη
μοιάζει οι καημοί να αλαργεύουν με ευχές

Ύστερα καίγεται ξανά
και διαφεντεύει
όλο τον κόσμο από ανήλιαγες στοές

Τη λένε κόρη και ο όχλος
τη ζηλεύει
δεν τη χαλάνε οι φωτιές κι οι αστραπές

Θέλει να μοιάσει με τον ήλιο
αλλοπαρμένη
πόσα αγόρια την ποθήσαν.. πόσες ψυχές...


Δόικος Δ. Cop. 2009

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Νο. 22




Κάθε που αυγίζει, λένε, ο θεός
στέλνει μυρόβλητες ακτίνες απ' τον ήλιο
μα ξεστρατίζουν απο λάγνο λογισμό
πλέον ζούν σε συννεφοκεντήματα που πλέκει ο ουρανός

Θα 'ρθει αέρας απο μέρη αλαργινά
μαζί με μένα και την έγνοια σου θα πάρει
που ξέρω, δε χωρά σ' ανθρώπου σκέψη αδειανή
θαλλάσιο θα πλέει φεγγάρι σε ίδια με πρίν νερά

Όνειδος, όνειδος φωνάζει ο χορός
μα 'γω περήφανος στέκω και ανατέλω
σαν ποταμός ξύνω και παίρνω απ' το βυθό
όσα μου στέρησε η μοίρα και ο χρόνος

Κάθε που βραδιάζει, λέν', στην ξενιτιά
χτίζουνε μύθους με τις λέξεις τους οι ανθρώποι
φωτοβολούν ως που το μάτι τους θωρεί
και ευωδιάζουνε στο πέρας τους παντοτινά


Δόικος Δ. Cop. 2009

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Άτιμη τύχη



Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος
Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Πρώτη εκτέλεση: Τρίο Κιτάρα
Άλλες ερμηνείες: Μπάμπης Τσέρτος

Άτιμη τύχη χρόνια τώρα
μάσκα φοράς λυπητερή,
άτιμη τύχη και μοβόρα,
τύχη μπαμπέσα και σκληρή.

Με μοχθηρία και γινάτι
άτιμη τύχη με κτυπάς,
ποτέ στιγμή δεν κάνεις κάτι
άιντε να ειδούμε πού το πας.

Εγώ κακό δεν σου ΄χω κάνει
όμως κι εσύ βαρυγκομάς,
φτάνει πουτάνα τύχη, φτάνει.
Μάνα μας γέννησε κι εμάς.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Οφθαλμαπάτες




Να 'τος ο έρωτας! Έρχεται ξανά με τα καλά του ρούχα, ανανεωμένος, πιό νέος απο πρίν, κοιτόντας με στα μάτια κι αυτή τη φορά.. χωρίς να 'μαι σίγουρος αν όντως έχει αλλάξει το βλέμα του, το βάδισμα του ή αν η παλιά του μνήμη έχει ξεθωριάσει στους λεπτούς νευρώνες του εγκεφάλου μου.

Εντάξει θα το πω.. η αλήθεια είναι πως τον περίμενα, όπως πάντα τον περίμενα και δέν ξέρω αν θα πάψω ποτέ να τον περιμένω ή αν θα πάψει ποτέ αυτός να αργεί.

Έχω φυλάξει μια καρδιά να του δώσω και ξέρω μέσα μου πως πρέπει να του τη δώσω αλλά μου επιβάλλεται ένας τεράστιος δισταγμός να την φυλλάξω καλύτερα, να ζήσω περισσότερο και να του την δώσω κάποια άλλη φορα που θα 'χει ρυτιδιάσει κι αυτός λίγο και θα 'χει γίνει το βάδισμα του πιο σταθερό.

Ποιος όμως να μου πεί με σιγουριά πως θα ξανάρθει;

Με ξανακοιτά επίμονα με μανία στα μάτια και προχωρά χωρίς να βλέπει τον δρόμο, σαν να μην τον ένοιαξε ποτέ αν θα φτάσει κάπου και πότε. Φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί θυμάμαι και ίσως κάποιες στιγμές να το ξεχνώ μα πάλι θα φοβάμαι. Ακόμα μυρίζω πάνω μου το άρωμα της κι είναι όλα τα άνθη της Γαίας μέσα σ' αυτό, όλες οι μυρωδιές των Θεών, ίσως να 'ναι κι άλλα μα πώς να το πώ.. νομίζω δέν έχω τέτοιες λέξεις.

Τελικά έφυγε...



Δόικος Δ. Cop.2009

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Bienvenue



Μ(ούσα)- Καλως ήρθες νέε μου
Δ(ημήτρης)- Καλώς σε βρήκα
Μ- Μετά απο 'μένα: Υπόσχομαι
Δ- Υπόσχομαι
Μ- Να σε ψάχνω σε όλη μου τη ζωή
Δ- Να σε ψάχνω σε όλη μου τη ζωή
Μ- Και αν τύχει και σε βρώ
Δ- Και αν τύχει και σε βρώ
Μ- Να μήν σ' αφήσω ποτέ να φύγεις απο κοντά μου
Δ- Να μήν σ' αφήσω ποτέ να φύγεις απο κοντά μου
Μ- Άν όμως κάτι ποτέ μας χωρίσει
Δ- Άν όμως κάτι ποτέ μας χωρίσει
Μ- Αυτό θα 'ναι πιό μεγάλο και δυνατό απ' τον Θάνατο
Δ- Αυτό θα 'ναι πιό μεγάλο και δυνατό απ' τον Θάνατο
Μ- Θα σ' αγαπώ για Πάντα
Δ- Για Πάντα
Μ- Πέρασε ξένε


*Στον πίνακα εικονίζεται ο Ποιητής με τη Μούσα του, του Ν.Εγγονόπουλου


Δόικος Δ. Cop. 2009

"Γιατί εγώ είναι ένας άλλος"




Φταίξαμε 'μείς που θελήσαμε να χωρέσουμε τη ζωή σε μια αράδα νότες, μοναχικές, είπε. Και τι να πεί, πώς να το πεί.. Χάθηκε απ τον κόσμο η "γαλήνη", κι ας κάνουν πως δέν το καταλαβαίνουνε, ξεχνάς εύκολα μές στον πολύ τον κόσμο γιατί φωνάζουνε, γελάνε, τρέχουν, χορεύουν, μεθάνε, γαμιούνται, μα όταν μένουν μόνοι κι αυτοί θ' αναρρωτιούνται που να χει πάει η γαλήνη. Άλλοι λένε πως χάθηκε ξαφνικά, συνάμα μ' ένα παράξενα καμμωμένο μήλο κι άλλοι πως κρύβεται καλά απ' τους ανθρώπους, και αμα τύχει και την δείς θα ναι βαλμένη μέσα σε χοντρά αγκαθωτά συρματοπλέγματα που άμα τα ακουμπήσεις σε χτυπάει ρεύμα ηλεκτρικό. Δέν είναι αυτός καιρός ρε φίλε για ανθρώπους, είπε, αλλιώς τους περιμένεις, αλλιώς φαίνονται, αλλιώς είναι, κι αλλιώς θέλει να γίνουνε.. εγώ νόμιζα πως τ' αστέρια είναι στη γή κι αυτά τα στείλανε στον ουρανό, για πάντα στον ουρανό, είπε, και σκύβωντας το κεφάλι σαν να βούρκωσε λίγο, όμορφα, αντρικά, όχι σαν καμιά γυναικούλα. Εγώ όμως τον είχα δεί πως χόρευε και πως τον κοιτούσανε τ' αστέρια απο κάτω και 'κείνος χαμογέλαγε σαν παιδάκι που του 'δωσαν ζαχαρωτά. Σάν να απαξίωνε κάπως την μελαγχολική ου σκέψη. 'Ομως ήδη είχα γίνει αυτός και αυτός ήμουν εγώ. 'Ισως να 'χουνε κρύψει τη γαλήνη στις πίστες, σκέφτηκα, κι ευθύς μου 'ρχονται στη μνήμη όλες οι πίστες.. τη μιά η πίστα ήτανε φουσκωτή κι εγώ χοροπηδούσα μέσα, την άλλη ήτανε πεζοδρόμιο και γω απάνω του έδινα τα πρώτα μου φυλαγμένα φιλιά, άλλες φορές μου 'μοιαξε με δυό πικάπ και ήταν κι άλλες που δέν την θυμάμαι κάν γιατί κάποιος θα με κοιτούσε κατάματα χαμογελώντας και δέν την συγκράτησα. Μείνε, σέ παρακαλώ μείνε, έστω για λίγο κι άσε μετά να χαθώ ώς με όλα ήθισται να γίνεται κι άς αφήσουμε ετσι να ζήσει ο θεός κι ας μην τον γνωρίσουμε ποτέ, θα σημαίνει πως δέν χρειάστηκε. Εγώ θα χω για θεό εσένα κι εσένα θα λατρεύω και δέν θα με νοιάξει αν δέν ζήσω τις ζωές που υποσχέθηκα, θα σου στήσω θρόνο να μου παίζεις κάθε μέρα το τραγούδι που σου 'γραψα, εκείνες τις νότες τις όμορφα αραδιασμένες. 'Ας είν' τα σύννεφα σκιές, πανδώρια οι λαμνοκόποι, και γώ να τρέμω όπως τότε μες στον τρελό χορό, κι ας μην τον γνωρίσουμε ποτέ τον Θεό, θα σημαίνει πως δέν χρειάστηκε..




ΔόικοςΔ. Cop.2009

Απο κάποιον πρέπει να μάθουμε μουσική...



Το ‘ξερα μια μέρα πως θα ‘ρθεις
και τις τρέλες σου θα βαρεθείς

Μη μου ξαναφύγεις πια, μάγκα μου
Μείνε μες στην αγκαλιά μου

Ήταν άδικος ο χωρισμός
και ανυπολόγιστα σκληρός

Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου
Μείνε μες στην αγκαλιά μου

Βρέθηκα στη στράτα της ζωής
δίχως μάνα, δίχως συγγενείς

Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου
Μείνε μες στην αγκαλιά μου

Εξύμνιον




Σύ που σαλεύεις τα βουνά
και δέν σε φτάνει ο Πόνος
έλα και φτιάξε μου ξανά
όσα γερνάει ο χρόνος

Πρώτης γενιάς αρχόντισσα
Πριγκίπισσα της μέρας
κάθε που αυγίζει κάνε Θεέ
να σε γλυκοφιλά ο αγέρας


ΔόικοςΔ. Cop.2009

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Νο. 23




Είναι το πάτωμα αστραφτερό γυαλί
τα φώτα πάνω του μοιάζουν να αιωρούνται,
είν' η ζωή που την εζήλεψα πολύ
κι όλα τα θελω μου θεονήστικα κοιμούνται.

Ζητάει ο Κύριος φωτιά για να καεί
το όνειρο του δέν μπορεί να περιμένει,
θέλει την ώρα που γεμίζει με στοργή
η ξεχασμένη του καρδιά να 'ναι πιο ξένη.

Θα 'ρθεί κι η πόρνη με περπάτημα βαρύ
μια ομορφιά απο τον ήλιο ξεχασμένη,
να μας θυμίσει πως μετριέται η ντροπή
μ' ανάσες που 'τυχε να βρούν το ίδιο αστέρι.

Ξεκόλα πάτωμα να 'νοίξουν οι ουρανοί
μου παν τ' αστέρια πως το βράδυ δεν θα ρθούνε,
η αγάπη λάμπει σαν τ' αστραφτερό γυαλί
θα ρθεί το αύριο πιο θαμπό, να ονειρευτούμε.


ΔοίκοςΔ. Cop.2008

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Μαρία


Με τρομάζεις έτσι πως τρέμεις και με κοιτάς
με τα καράβια που θα σε ταξιδεύανε ναυαγισμένα
και τα πληρώματα να ξεκινάν άλλη ζωή.

Κρατάς στα χέρια σου δυο ουρανούς
χαμογελάς όπως την πρώτη μέρα
και ακατάπαυστα κοιτώντας με στα μάτια
μου λες, πότε θα περάσει κι αυτή η Δευτέρα.

Μα εγώ σου είπα πως ποτέ
δεν θα ξεχνάω κείνα τα λόγια
που σιγοψιθυρίσαμε μαζί, θυμάσαι;
ένα πρωί που είχε φεγγάρι ακόμα.

Να μ' αγαπάς όσο μπορείς
κι εσύ γέλασες σιγά
αρκούσε μόνο ένα φιλί
που μου 'δωσες στο στόμα.

Όσες κι αν είναι οι ζωές
θα ψάχνω να σε βρίσκω, χρόνια..
ήτανε άνοιξη θαρρώ
δέν σταματάει ο χορός από τώρα.


Δόικος Δ. Cop. 2008

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Κάπως έτσι..

Ακατάπαυστα γυρίζουν τα ρολόγια
μέσα στις νύχτες, στων άστρων τις σκιές,
μα είναι η έμυ που με έλκει να μείνω δίπλα της
και μένω πάντα στων ματιών της τις ορμές.

Είναι τ αστέρια που με κύκλωσαν ξανά
κείνο το όνειρο που λέει, πάντα θα υπάρχει
πως έρχεται έτσι ο καιρός κι οι αφεντιές.
οι μουσικές στη διαπασών οι χορευτές.

Μην τρομάζεις κι όλα θα γίνουν όπως θες
μην κλαις γιατί όσες φιλάς πληγές
παραγγελιά θα στείλω τους αφέντες
να γίνουν όλες προσευχές.

Μόνο γιατί με κράτησες γεννήθηκα
στα χέρια σου, με παλάμες ιδρωμένες
κι εγώ μόνος να πίνω τα κατακάθια των ουισκιών
Περήφανος για πάντα όπως κι οι ποιητές.

Και κάπως έτσι έρχονται
με καμμένα τσιγάρα στο στόμα
σε μια κυριακή στο χώμα
του κόσμου όλου οι γιορτές.


Δόικος Δ. Cop.2008